- μηνύω
- (ΑΜ μηνύω Μ και μηνυῶ, -άω, Α και δωρ. τ. μανύω)1. αποκαλύπτω μυστικό, καθιστώ κάτι γνωστό, φανερώνω, αποκαλύπτω («ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην», Σοφ.)2. εισάγω κατηγορία ή διατυπώνω καταγγελία εναντίον κάποιου («καὶ ὁ μὲν αὐτός τε καθ' ἑαυτοῡ καὶ κατ' ἄλλων μηνύει τὸ τῶν Ἑρμῶν», Θουκ.)μσν.στέλνω μήνυμα, είδηση, εντολή2. προσκαλώ3. δίνω πληροφορία, ανακοινώνω, αναγγέλλωμσν.-αρχ.προμηνύω, προοιωνίζομαιαρχ.1. δηλώνω, διακηρύσσω.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για θεματικό μεταπλασμό ενός ενεστωτικού τ. με κατάληξη -νυμι (πρβλ. τανύω), ενώ κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθ., είναι μετονοματικό παρ. ενός αμάρτυρου *μήνυς. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λεξιλογική ομάδα μαίομαι, μαστήρ, οπότε ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *mā «γνέφω με το χέρι».ΠΑΡ. μήνυμα, μήνυση, μηνυτής, μηνύτωραρχ.μηνυτήρ, μήνυτρον.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αντιμηνύω, διαμηνύω, καταμηνύωαρχ.εκμηνύω, προσμηνύωνεοελλ.προμηνύω].
Dictionary of Greek. 2013.